συνδικάτο

συνδικάτο
το, Ν
1. ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων για την προάσπιση και εξυπηρέτηση τών κοινών οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων
2. φρ. α) «εργατικά συνδικάτα» — οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων
β) «συνδικάτο τού εγκλήματος»
μτφ. i) χαρακτηρισμός αποδιδόμενος διεθνώς σε συνασπισμένες οργανώσεις κακοποιών και ιδίως στη λεγόμενη μαφία
ii) κάθε ενιαία εμφάνιση και δράση μελών τού υποκόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. syndicat < μεσ. λατ. syndicatus μτχ. παρακμ. του ρ. syndico < λατ. syndicus < σύνδικος. Η λ., στον λόγιο τ. συνδικάτον, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδικάτο — το (λ. γαλλ.) 1. ένωση εργαζομένων για την προάσπιση των συμφερόντων τους: Θα την υποστηρίξει το συνδικάτο, αν απολυθεί από τη δουλειά της. 2. «συνδικάτο του εγκλήματος», οργανωμένη ομάδα κακοποιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδικαλιστής — ο, θηλ. συνδικαλίστρια, Ν 1. συνδικαλιστικό στέλεχος, εργαζόμενος που ανήκει σε συνδικάτο 2. οπαδός τής πολιτικής θεωρίας τού συνδικαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.γαλλ. syndicaliste (βλ. λ. συνδικαλισμός, συνδικάτο)] …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …   Dictionary of Greek

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”